Οι υπαίθριες αγορές είναι από τα πιο συναρπαστικά μέρη που μπορεί να βρεθεί κανείς. Έντονες εικόνες και μυρωδιές, φωνές, γεύσεις και αγγίγματα συνθέτουν ένα ατελείωτο πάρε-δώσε μεταξύ πωλητών, αγοραστών και επισκεπτών. Οι αγορές της Αιθιοπίας είναι ιδιαίτερα ζωηρές και πολύχρωμες και συστήνονται ως αναπόσπαστο μέρος της ταξιδιωτικής εμπειρίας στη χώρα αυτή.
Ξύπνησα νωρίς από τα πουλιά που επιδίδονταν σε παρατεταμένα φωνητικά γυμνάσματα και από τον ήχο της ξυλόσκουπας πάνω στη χωμάτινη αυλή. Ετοιμάστηκα γρήγορα και κατέβηκα. Ο Κάλεμπ, ο υπεύθυνος κουζίνας, επέμενε να δοκιμάσω απ’ όλα τα καλούδια που ήταν τοποθετημένα στο τραπέζι του πρωινού, ο χρόνος όμως περνούσε. Έφαγα στο πόδι και μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο. Ήταν εθνική αργία. Τα γεμάτα τουκ τουκ¹ πηγαινοέρχονταν με κορναρίσματα άνευ λόγου μέσα στους δρόμους της Άρμπα-Μινχ. Βγήκαμε από την πόλη περνώντας από την αγορά κροκοδείλων, που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Τσάμο, και κατευθυνθήκαμε προς το Κόνσο μέσα από ένα ημιορεινό τοπίο με χωριά να προβάλλουν εδώ κι εκεί.
H πρώτη στάση της ημέρας έγινε στην υπαίθρια αγορά του Καράτ-Κόνσο, που είναι ανοιχτή τις Δευτέρες. Η ζωντάνια είναι αυτό που τη χαρακτηρίζει, καθώς εκατοντάδες κάτοικοι των γύρω περιοχών μαζεύονται για να αγοράσουν και να πουλήσουν. Στάθηκα πάνω στη γέφυρα για να παρατηρήσω τους ανθρώπους που κατέβαιναν από τα υπερφορτωμένα δωδεκαθέσια λεωφορεία. Οι οδηγοί σταματούσαν όπου έβρισκαν. Ανέβαιναν σβέλτα στην οροφή και από εκεί πετούσαν τα στοιβαγμένα πράγματα στα χέρια που διεκδικούσαν από κάτω.
Φωνές και σκόνη, κορναρίσματα, τσακωμοί, ζώα που περπατούσαν μες στον δρόμο, μηχανάκια που προσπαθούσαν να τα αποφύγουν – η σύνθεση ενός απρόσμενου πανδαιμόνιου. Έστρεψα το βλέμμα μου στο ποτάμι. Γυμνοί άνθρωποι σε απόσταση έκαναν το μπάνιο τους, αδιαφορώντας για τα εκατοντάδες ζευγάρια μάτια που τους έβλεπαν, κάποιοι γέμιζαν μπιτόνια με νερό και άλλοι πιο πέρα έπλεναν ρούχα και τουκ τουκ.
Κατέβασα τα μανίκια για να μη μου τραβολογάν τα βραχιόλια τα παιδιά που ήδη είχαν μαζευτεί γύρω μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και κατηφόρισα στην αγορά μαζί με την ομάδα μου. Γινόταν το αδιαχώρητο. Σίγουρα δεν συνιστάται για κάποιον με αγοραφοβία και πολλά πράγματα στα χέρια.
Αρκετές φορές με σταμάτησαν πωλητές οι οποίοι, τινάζοντας τα εμπορεύματά τους στο πρόσωπό μου με μεγάλη επιμονή, φώναζαν στα αγγλικά «Αγόρασε, αγόρασε». Συνέχισα να προχωρώ με δυσκολία μέσα από τα περάσματα που άφηναν άνθρωποι καθισμένοι καταγής. Η πραμάτεια τους ήταν απλωμένη πάνω σε τρύπια υφάσματα.
Πατάτες σε λόφους, ντομάτες -οι καλές μπροστά, στη μόστρα και οι πιο ταλαιπωρημένες πίσω-, διάφορα είδη χόρτων ταλαιπωρημένα από τον ήλιο, κρεμμύδια, μπανάνες, μάνγκο, πλαστικά είδη, πολύχρωμα ρούχα, παπούτσια φτιαγμένα από ανακυκλωμένα λάστιχα αυτοκινήτων, κοσμήματα, χειροτεχνίες, εργαλεία… Με τη ζέστη και το αδιαχώρητο που επικρατούσε, άρχισα να φοβάμαι ότι η πρώτη μου εμπειρία στα παζάρια της Αιθιοπίας δεν θα είχε καλή κατάληξη. Μέσα σε λίγα λεπτά που μου φάνηκαν αιώνας, είδα ανακουφισμένη τον Εγίντα, τον οδηγό, να έρχεται προς το μέρος μου. Αφού άνοιξε δρόμο και έδιωξε τους επίμονους πωλητές, με πήγε προς τις όχθες του ποταμού. «Μη φωτογραφίσεις όσους κάνουν μπάνιο. Δεν επιτρέπεται. Είναι κάτι το ιερό για αυτούς». Κινήσαμε προς το αυτοκίνητο. Η ώρα περνούσε και είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μέχρι την επόμενη στάση.
Την άλλη μέρα, με τον μεσημεριανό ήλιο να καίει ήδη πάνω από τα κεφάλια μας, σταματήσαμε στην αγορά της Ντιμέκα.
Η Ντιμέκα βρίσκεται 28 χιλιόμετρα βόρεια του Toύρμι και είναι η μεγαλύτερη πόλη στην επικράτεια της φυλής Χάμερ. Δεν έχει κανένα αξιοθέατο παρά μόνο μια αγορά που λέγεται ότι είναι από τις πιο ατμοσφαιρικές στην Αιθιοπία και είναι ανοιχτή τα Σάββατα και σε μικρότερη κλίμακα τις Τρίτες. Η καλή μου τύχη συνεχιζόταν, παρότι δεν θα έβλεπα την αγορά σε όλο της το μεγαλείο. Την ώρα που φτάσαμε, η κίνηση λόγω ζέστης και ημέρας ήταν πεσμένη και έτσι μπόρεσα εύκολα να περπατήσω τριγύρω μόνο με μια κάμερα στο χέρι. Ξυλόγλυπτα αντικείμενα, μάσκες, κρουστά όργανα, κοσμήματα και κεραμικά σκεύη, όλα σε μεγάλη ποικιλία.
Φυσικά υπήρχαν και τα γνωστά αφρικανικά φορέματα και υφάσματα, T-shirts με στάμπες στα αγγλικά καθώς και γυαλιά ηλίου, τα οποία φαίνονταν να είναι πολύ της μόδας.
Και εδώ αρκετοί επίμονοι πωλητές με πήραν στο κατόπι, αλλά άρχισα να τους μιλάω στα ελληνικά και αποθαρρύνθηκαν γρήγορα. Στο τοπικό παντοπωλείο που μπήκα για να αγοράσω νερό, ο μαγαζάτορας μόλις τελείωνε με το ζύγισμα καλαμποκιού σε μια ταλαιπωρημένη ζυγαριά με βαρίδια. Παραδίπλα κάποιοι αγόραζαν κάρτες κινητής τηλεφωνίας φορώντας φανέλες των Lakers.
Στο φαρμακείο της αγοράς, μια αφίσα διαφήμιζε ένα χάπι που υποσχόταν απαλλαγή από τα παρασιτικά σκουλήκια για όλη την οικογένεια². Η περιήγησή μου στην αγορά της Ντιμέκα κατέληξε σε ένα τοπικό μπαρ με δυνατή μουσική, όπου κόσμος μπαινόβγαινε από τις ανοιχτές πόρτες ενώ όσοι ήταν μέσα χόρευαν ζωηρά. Αυτές οι ασυνάρτητες εικόνες που εύκολα θα κρινόντουσαν ως κιτς, ουσιαστικά συνόψιζαν μαζί με όσες θα ακολουθούσαν τις επόμενες μέρες την κοπιαστική προσπάθεια των ανθρώπων αυτών να δημιουργήσουν τον δικό τους ξεχωριστό κόσμο.
Το επόμενο πρωί φθάσαμε νωρίς στην πόλη Ομοράτ, κοντά στα σύνορα με την Κένυα. Ο Τζον, ο ξεναγός της ημέρας, μας κέρασε καφέ και μας τάισε την παραδοσιακή ιντζέρα με τα χέρια. Έπειτα κατεβήκαμε στις όχθες του ποταμού και τον διασχίσαμε με μια ξύλινη πιρόγα. Τελικός προορισμός ήταν ένα από τα πολλά χωριά της φυλής Ντασανέκ. Η φυλή αυτή είναι ιδιαίτερα όμορφη, με μεγάλα εκφραστικά μάτια και ψηλή κορμοστασιά. Με τη βοήθεια του Άλεξ, ενός δεκάχρονου αγοριού που ζούσε εκεί και μιλούσε πολύ καλά αγγλικά, γύρισα κάθε γωνιά. Η επίσκεψή μου τελείωσε έξω από τους χαμηλούς φράχτες που όριζαν την επικράτεια του χωριού. Εκεί, νέες γυναίκες της φυλής -κάποιες μαζί με τα μωρά τους- είχαν στήσει μια μικρή υπαίθρια αγορά με ξυλόγλυπτα διακοσμητικά, χρηστικά αντικείμενα και χειροποίητα κοσμήματα. Παρατηρούσαν βαριεστημένα το πέρα δώθε των επισκεπτών και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Θαρρείς και θέλανε απλώς να περάσει η ώρα και να ξαναγυρίσουν στις καλύβες τους.
Από την ήσυχη αυτή αγορά, κατέληξα το βράδυ να περπατάω στην πολύβουη Τζίνκα. Σε υψόμετρο 1.490 μέτρων, είναι από τις πιο τουριστικές πόλεις της Αιθιοπίας, καθώς αποτελεί σταθμό εμπορίου και κέντρο πολλών αυτοχθόνων φυλετικών ομάδων. Παρά το περασμένο της ώρας και τον φόβο μου να μην απομακρυνθώ από το ξενοδοχείο (οι οδηγοί λένε στους επισκέπτες να προσέχουν πολύ στις εξόδους μετά τη δύση του ηλίου), διαπίστωσα ότι η Τζίνκα γίνεται ιδιαίτερα γοητευτική τις βραδινές ώρες. Η ατμόσφαιρα δροσίζει λόγω του υψόμετρου και η σκόνη έχει κατακάτσει. Έτσι υπάρχει λιγότερος συνωστισμός και μπορείς να κάνεις τις αγορές σου πιο ευχάριστα. Οι χωμάτινοι δρόμοι βέβαια συνεχίζουν να έχουν αρκετή κίνηση από μηχανάκια και τουκ τουκ που ξεφυτρώνουν από το πουθενά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή, καθώς πολλά από αυτά κυκλοφορούν χωρίς φώτα και οι δρόμοι δεν είναι επαρκώς φωτισμένοι. Την ώρα που πήγα, οι πωλητές ήταν πιο χαλαροί και με προσκάλεσαν να περάσω μέσα στα καταστήματά τους. Μπήκα σε αρωματοπωλείο, σε είδη κιγκαλερίας, σε μάρκετ, μέχρι και σε κουρείο. Ψώνισα κάτι ανάλαφρα αφρικανικά φορέματα, έκανα τα προβλεπόμενα παζάρια με τον πωλητή και γύρισα με ασφάλεια πίσω στο ξενοδοχείο.
«50 μπιρ, 50 μπιρ», έλεγε επίμονα δείχνοντάς μου τα πήλινα πιατάκια. Η τιμή ήταν κάτι περισσότερο από ένα ευρώ. Με πήρε στο κατόπι και σε λίγο μαζεύτηκαν και άλλες πωλήτριες.
Όλες κρατούσαν τα πιατάκια που φορούν οι γυναίκες της φυλής Μούρσι στο κάτω χείλος. Δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο πάγκο για να τα εκθέσουν και για αυτό ακολουθούσαν τους επισκέπτες. Κάποιες για να τραβήξουν την προσοχή είχαν τοποθετήσει στο κεφάλι τους μικρά, κίτρινα φρούτα, τα οποία έμαθα αργότερα από τον ξεναγό ότι είναι δηλητηριώδη.
Μετά από δύο ώρες περπάτημα μέσα στα λασπωμένα μονοπάτια του χωριού και στις στάνες, κατέληξα μπροστά σε μια πλίνθινη καλύβα. Μια γυναίκα καθισμένη καταγής λείαινε ένα πιατάκι με ένα φύλλο. Την παρατήρησα για λίγο ώσπου βγήκε ντροπαλά από την καλύβα ένα νεαρό κορίτσι. Κρατούσε δύο μικρού μεγέθους πιατάκια, σαν αυτά που φορούν κορίτσια της ηλικίας της. Αγόρασα ένα στα 25 μπιρ. Το πιατάκι ξέβαψε στα χέρια μου τις επόμενες μέρες από το βάλε-βγάλε στο σακίδιο και τελικά έσπασε.
Μετά από οκτώ μέρες περιήγησης στα νότια της Αιθιοπίας, βρέθηκα ξανά Κυριακή πρωί στην Αντίς Αμπέμπα. Το «Νέο λουλούδι», όπως μεταφράζεται από τα αμαρικά, βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της χώρας και είναι η πρωτεύουσα με το τρίτο μεγαλύτερο υψόμετρο (2.400 μ.) στον κόσμο. Μου απόμεναν λίγες ώρες μέχρι να πετάξω προς τα ανατολικά της χώρας. Δεν προλάβαινα να πάω να δω τη Λούσι³ στο μουσείο. Αποφάσισα να περάσω την ώρα μου στις υπαίθριες αγορές της πρωτεύουσας.
Ανάμεσα στους πωλητές φρέσκων τροφίμων έβλεπες και κάποιες γυναίκες που πουλούσαν άσπρα χιτώνια και μαντίλια. Διαπραγματεύτηκα την τιμή ενός μαντιλιού, αλλά η πωλήτρια δεν έκανε παζάρια. «Τόσο έχει, αν θέλεις το παίρνεις», μου είπε. Το αγόρασα τριάμισι ευρώ, αλλά το βρήκα στη μισή τιμή λίγο παρακάτω, εκεί όπου ο κόσμος αραίωνε. Η ατμόσφαιρα της αγοράς αυτής είχε κάτι το βιβλικό και παρέπεμπε σε άλλες εποχές. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σκηνικό από ταινία του Χόλιγουντ. Το τουκ τουκ συνέχισε τα γκάπα γκούπα μέσα σε κακοτράχαλους δρόμους, όπου πωλητές είχαν στήσει τους πάγκους στα χωμάτινα πεζοδρόμια, αφήνοντας ελάχιστο ελεύθερο χώρο για αγοραστές και μηχανές. Στην τελευταία στάση που κάναμε, είδα για πρώτη φορά αμέτρητες κότες προς πώληση μέσα σε ξύλινα κλουβιά. Οι πωλητές κάθονταν βαριεστημένοι, αλλά οι κότες είχαν ανάψει κάτω από τον δυνατό ήλιο. Ζήτησα από τον Εζέρα να μου βρει το παραδοσιακό αρωματικό μύρο που καίνε στην τελετή του καφέ. Αγόρασα δέκα φακελάκια χωρίς παζάρια, τα έκλεισα στη βαλίτσα και αποχαιρέτησα την πρωτεύουσα με προορισμό την Nτίρε Ντάουα.
Η Ντίρε Ντάουα (ή αλλιώς «Άδεια πεδιάδα») βρίσκεται σε άνυδρη τοποθεσία και είναι μαζί με τη Χαράρ από τις πιο όμορφες πόλεις της Αιθιοπίας. Το περπάτημα στους δρόμους με τα πολύχρωμα σπίτια, όπου κάποτε είχε ανθίσει η ελληνική παροικία, κλέβει αδιαμφισβήτητα την παράσταση. Είχαμε ακόμα λίγη ώρα στη διάθεσή μας και ο Μπέντζαμιν που ανέλαβε την ξενάγησή, μας οδήγησε στην υπαίθρια αγορά. Παρόλο που ο ήλιος άρχισε να πέφτει, η κίνηση συνέχιζε αμείωτη. Ο αέρας καθώς πλησιάζαμε στην αγορά γινόταν ολοένα και πιο βαρύς. Γρήγορα άρχισα να βήχω ασταμάτητα. Φτάνοντας, στα δεξιά του δρόμου υπήρχε μια μεγάλη χωματερή όπου σκυμμένοι άνθρωποι έψαχναν στα σκουπίδια. Στο βάθος διακρινόταν καπνός από πλαστικά που καίγονταν. Στα αριστερά του δρόμου, οι μισοπεσμένοι ξύλινοι πάσσαλοι έδειχναν τα αλλοτινά όρια των πάγκων της αγοράς και το χαμένο μεγαλείο της. Ένας σκύλος κοιμόταν μέσα σε μια χωμάτινη τρύπα ενώ μια ηλικιωμένη γυναίκα κατάχαμα κοίταζε μακάρια στο κενό. Ένα μικρό αγόρι με παραδοσιακή μουσουλμανική φορεσιά, κρατώντας με κόπο ένα σακί στον ώμο, γύρισε να χαρίσει το χαμόγελό του στην κάμερα ενώ δύο άλλα νεαρά παιδιά πάνω σε ένα κάρο γέλασαν με ενθουσιασμό όταν τα χαιρέτησα. Κάπου μέσα σε αυτήν την αίσθηση ματαιότητας, η αγορά της Ντίρε Ντάουα βρήκε περίοπτη θέση στην καρδιά μου. Στην εσχατιά αυτής της «Άδειας πεδιάδας» κατάλαβα ότι ο σεβασμός για τους ανθρώπους αυτούς και για τον τρόπο που καταφέρνουν να επιβιώνουν, γεμίζει την ψυχή του επισκέπτη με τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ του να φανταστεί.
Είχαμε να διανύσουμε ακόμα 48 χιλιόμετρα μέχρι τη Χαράρ και ο ήλιος είχε πια δύσει. Περάσαμε από μικρές πόλεις και χωριά και η κίνηση στους κεντρικούς δρόμους δεν έλεγε να χαλαρώσει. Περνώντας μέσα από τον κεντρικό δρόμο της αγοράς του Αουάντεϊ Κατ, σταματήσαμε. Τότε μπόρεσα να παρατηρήσω τα αμέτρητα τσουβάλια που ξεφόρτωναν οι νταλίκες. Περίεργη να μάθω το περιεχόμενό τους, ρώτησα τον Μπέντζαμιν. «Είναι “κατ”», μου απάντησε. «Μόλις το κόψανε και άρχισε η διακίνησή του. Δεν κρατάει πολύ. Μια δυο μέρες μόνο». Το κατ είναι ένα ανθοφόρο φυτό, με διεγερτικές ουσίες που προκαλούν ευφορία και χαλάρωση. Ο Μπέντζαμιν μου είπε ότι τον βοηθούσε στα φοιτητικά του χρόνια να μένει ξύπνιος και να μελετά τα βράδια. Στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο Χαράρ – Τζιμπουτί με μια λωρίδα ανά κατεύθυνση και σε συνθήκες απόλυτου σκότους προσπεράσαμε με σταυροκοπήματα και ικεσίες στον Αρχάγγελο Μιχαήλ αμέτρητες νταλίκες που εξήγαν το κατ. Έπειτα από αρκετή ώρα, φτάσαμε στη μυθική καστροπολιτεία της Χαράρ.
Η Χαράρ ψηφίστηκε το 2018 ως η νούμερο ένα φωτογενής πόλη του κόσμου από το National Geographic. Είναι πολύ όμορφη, ειδικά την εποχή που γιορτάζεται το ραμαζάνι και οι κάτοικοί της, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μουσουλμάνοι, φρεσκάρουν τους τοίχους των κτιρίων. Τιρκουάζ, βαθύ μπλε, ροζ, φούξια, πράσινο, γαλάζιο, μοβ, κάθε γωνιά κρύβει και άλλο χρώμα. Κάπου εκεί μέσα στους πολύχρωμους τοίχους που θέτουν τα όρια μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, βρίσκεται και η αγορά κρεάτων. Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να την επισκεφτεί κάποιος παρά μόνο αν είναι του επαγγέλματος ή θέλει να διαπιστώσει ότι δεν τηρούνται οι υγειονομικοί κανονισμοί. Τα κρέατα κρέμονται εκτός ψυγείων έρμαια της σκόνης, του ήλιου, των εντόμων και των αδέσποτων. Αυτό όμως που έχει πραγματικό ενδιαφέρον και επιβάλλεται να δει ο επισκέπτης είναι το τάισμα των υαινών το βράδυ. Τότε οι κρεοπώλες της αγοράς πετούν τα υπολείμματα της ημέρας και οι ύαινες, πιστές στο νυχτερινό τους ραντεβού για πάνω από έναν αιώνα, περνούν μέσα από τις τρύπες που έχουν ανοιχτεί ειδικά γι’αυτές στα τείχη της πόλης και καταβροχθίζουν τα κόκκαλα που σπάνε με θόρυβο και συνθλίβονται κάτω από την δυνατή πίεση. Αυτή η εικόνα ειρηνικής συνύπαρξης προκαλεί δέος και αναδεικνύει μια βαθιά σύνδεση μεταξύ ανθρώπων και άγριων ζώων.
Το πρωί της Δευτέρας με βρήκε καθοδόν προς την αγορά ζώων της Μπαμπίλ. Διασχίσαμε την Κοιλάδα των Θαυμάτων με τους μαύρους και κόκκινους βράχους να αψηφούν τη βαρύτητα και να ορθώνονται προς τον ουρανό. Λίγο πριν φτάσουμε στη μικρή πόλη της Μπαμπίλ, περάσαμε και από τον τεράστιο καταυλισμό των Σομαλών προσφύγων. Εκεί δίπλα βρίσκεται μια από τις μεγαλύτερες αγορές ζώων της Αιθιοπίας, που προσελκύει αγοραστές ακόμα και από το Τζιμπουτί και τη Σομαλιλάνδη. Σε μια ανοιχτή χωμάτινη έκταση και αφού πληρώσαμε εισιτήριο (μάλιστα, παρακαλώ! εισιτήριο), είδαμε εκατοντάδες καμήλες, γαϊδούρια, αγελάδες και κατσίκες να περιμένουν τον καινούργιο τους ιδιοκτήτη. Πωλητές και αγοραστές σε ένα συνεχές αλισβερίσι, ενώ κάποιοι οξύθυμοι πωλητές απαγόρεψαν τη φωτογράφιση των ζώων τους. Για όποιον δεν έχει ξαναπάει σε τέτοια αγορά, αυτή είναι μια πραγματικά μοναδική εμπειρία.
Για το τέλος του ταξιδιού μου στην Αιθιοπία άφησα τις ιδιαίτερες αγορές μέσα στα τείχη της Χαράρ. Είναι πολύχρωμες και ζωντανές, όπως όλες εξάλλου οι αγορές της αφρικανικής ηπείρου. Διαβήκαμε την κεντρική πύλη απομεσήμερο Τετάρτης. Μετά το λιτό γεύμα κι ενώ το αναστατωμένο στομάχι δεν έχει συνέλθει ακόμη από την ελαφριά γαστρεντερίτιδα, τι πιο ωραίο από το να κατέβεις σκιασμένα, στενά δρομάκια, προφυλαγμένος κάπως από την ενοχλητική ζέστη εκείνης της ώρας. Περάσαμε από την αγορά των μπαχαρικών με τους πολύχρωμους λόφους στοιχισμένους τον ένα δίπλα στον άλλο. Λίγο παρακάτω πέσαμε πάνω στην αγορά των λαχανικών. Οι πωλήτριες ντυμένες με τα παραδοσιακά πολύχρωμα φορέματά τους ντρέπονταν και κρύβονταν πίσω από τα μαντίλια τους. Κάποιες κάλυπταν το πρόσωπό τους με τα χέρια και άλλες απλώς έσκυβαν το κεφάλι. Δεν έλειπαν όμως και εκείνες που χαμογελούσαν στον φακό με σαγηνευτικό θράσος. Στον δρόμο προς το σπίτι του φημισμένου Γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ, περάσαμε από την πλατεία των ραφτάδων. Οι ράφτες είχαν βγάλει τις ραπτομηχανές έξω από τα καταστήματά τους και καθισμένοι κυκλικά ο ένας δίπλα στον άλλο, γάζωναν με δεξιοτεχνία και ταχύτητα. Οι δημιουργίες τους κρέμονταν στους τοίχους και όσες γυναίκες περνούσαν από κει στέκονταν για να χαζέψουν προτού συνεχίσουν τον δρόμο τους.
Αν κάτι μένει τελικά στον επισκέπτη από την περιήγησή του στις υπαίθριες αγορές της Αιθιοπίας, είναι ότι βλέπει τη ζωή των ντόπιων να εξελίσσεται σε κοινή θέα σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Μυστικά και καθωσπρεπισμοί δεν χωράνε στον τόπο αυτό. Αυτή η εξωστρέφεια κάνει τους Αιθίοπες να έχουν απαράμιλλο σθένος και ζωντάνια και να τιμούν τη ζωή ακριβώς όπως είναι παρά τις όποιες στερήσεις της.
Για τους ταξιδιώτες που πάνε ανυποψίαστοι, το πιο πιθανό είναι να φοβηθούν και να μη βρουν τίποτα όμορφο μέσα σε αυτό το χαοτικό, βρώμικο πανδαιμόνιο, που συχνά μπορεί να γίνει και επικίνδυνο. Για αυτούς όμως που πάνε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν τους εσωτερικούς τους κλυδωνισμούς στα χωμάτινα δρομάκια των αγορών, το πιο πιθανό είναι να αναθεωρήσουν πολλά για τη στάση τους απέναντι στη ζωή, στον συνάνθρωπο, στη φύση και στα ζώα.