Ο έρημος άνθρωπος ήταν κάποτε
ένα ανθισμένο τοπίο.
Με τον καιρό διαβρώθηκε, έχασε τα χρώματά του.
Κατάντησε ένα μονόχρωμο τοπίο που κινείται αργά.
Ο αέρας εξαφανίζει τα ίχνη που αφήνει πίσω του.
Τώρα περιμένει σαν μπεκετικός ήρωας κάποιον για παρέα.
Θα έρθει αύριο, λέει.
Σίγουρα.
Ήμουνα φαράγγι
Όλα πέρναγαν από μέσα μου
και τίποτα δεν κρατούσα
Έτσι νόμιζα
Ώσπου διαπίστωσα ότι όλα τα κράτησα
Τα αποτυπώματά τους
Καθώς παραμένω ακίνητο
Στο ίδιο σημείο.
Είμαι ένας ανθρωπάκος
Λυπηθείτε με
Η ζωή μου ήταν όμορφη όταν βολεύτηκα μέσα της
Με έβαλε να καθίσω στον καναπέ, μου σερβίρισε τσάι
και από τότε δεν με ξεκούνησε
Προτού το καταλάβω,
μεταμορφώθηκε σε κινούμενη άμμο
Πάω πλέον να κινηθώ, βουλιάζω
Πάω να φωνάξω βοήθεια, βουλιάζω περισσότερο
Πάω ν’ ανασάνω, πνίγομαι
Κάποιος ας τραβήξει τη ζωή μου απ’ τα μαλλιά
Μπας και καταλάβω γιατί ζω
Λυπηθείτε με σας λέω.