Πάνω: Κτηνοτρόφος σε χωριό της φυλής Mούρσι στην κοιλάδα του Όμο
Τον συνάντησα στις στάνες των ζώων, λίγο έξω από το χωριό. Ο καθαρός αέρας μετά τη βροχή ανακατευόταν με τις μυρωδιές των ζώων. Παντού υπήρχαν λάσπες. Βάδιζε χωρίς παπούτσια. Ανέκφραστος και σιωπηλός στάθηκε κάτω από το δέντρο να με κοιτάζει.
Αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον να διαβώ το κατώφλι του κτίσματος -που δεν είχε κανένα διακριτικό για το τι ακριβώς είναι-, ήταν το έντονο ροζ χρώμα των τοίχων του εξωτερικά. Μπαίνοντας μέσα, ο ιδιοκτήτης με χαρά προσφέρθηκε να με κεράσει. Απέναντί μου καθόντουσαν δύο γυναίκες της φυλής Χάμερ. Πίνανε μπίρα από σόργκαμ* και ήταν σιωπηλές.
Ύψωσα το ποτήρι μου και ήπια στην υγεία τους.
*Σόργκαμ: είδος σιτηρού, πολύ διαδεδομένο στην Αιθιοπία
Ήταν καθισμένος στο παραδοσιακό ξύλινο σκαμνάκι του ατάραχος. Τον παρακολουθούσα από ώρα με περιέργεια. Όταν εντέλει πήγα κοντά του, έσκυψα και τον κοίταξα στα μάτια. Μόνο τότε διαπίστωσα ότι οι σκέψεις του κυλάγανε προς το ποτάμι.
Ήταν 9.00 το πρωί και είχε μόλις σχολάσει από το σχολείο. Μία ώρα μάθημα κάθε μέρα είχε, μου είπε. Προτού συνεχίσει με το κουβάλημα του νερού και την φροντίδα των ζώων, έκανε διάλλειμα στο πιο φωτογραφημένο μέρος του χωριού. Από πίσω το ποτάμι τον περίμενε.
Η γυναίκα είχε απλώσει κάτω τα χειροποίητα κοσμήματά. Το παιδί της από πίσω έπαιζε με διάφορες πολύχρωμες χάντρες και βραχιόλια. Τους πλησίασα. Το παιδί σηκώθηκε και έτρεξε δίπλα της. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα λύθηκαν και οι δύο στα γέλια από τους αστείους μορφασμούς που έκανα.
Η εντυπωσιακή εμφάνισή τους ήταν αρκετή για να κατέβω από το αυτοκίνητο. Γυρίζανε προφανώς από την αγορά καθώς κρατάγανε ψώνια στα χέρια τους. Η μια, δύο αυγά τυλιγμένα σε ένα πλαστικό σακουλάκι και η άλλη μια τσάντα από την οποία προεξείχαν χόρτα. Τα αφήσανε στην άκρη και θαρρείς συνεννοημένες, βάλανε τα χέρια τους στη μέση και στήθηκαν μπροστά στην κάμερα.
Στεκότανε μαζί με άλλους πέντε νέους άντρες της φυλής του πάνω στον κεντρικό χωμάτινο δρόμο του εθνικού πάρκου. Όλοι τους είχαν ζωγραφίσει τα γυμνά κορμιά τους και περιμένανε επισκέπτες για να τους φωτογραφίσουν έναντι αμοιβής. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν. Μετά από αρκετά λεπτά αμηχανίας και άχαρου στησίματος, το μοντέλο έγειρε πάνω στον κορμό του δέντρου, μαλάκωσε το κορμί του και χαμογέλασε.
Τα χείλη της δεν ήταν ακόμη κομμένα και διακοσμημένα με τα πήλινα πιατάκια που φοράνε οι γυναίκες της φυλής της. Ζήτησε να δει την φωτογραφία που την τράβηξα. Γέλασε δυνατά, δείχνοντάς μου την καραμέλα που αποτύπωσε η κάμερα. Έτρεξε να το πει στις φίλες της χοροπηδώντας.
Δεξιά: Νεαρή γυναίκα στην πόλη Χαράρ
Μίλαγε με τον πωλητή του παντοπωλείου από το παράθυρο. Κοιταχτήκαμε στιγμιαία. Είχε κάτι σκανταλιάρικο το βλέμμα της. Την προσπέρασα και έστριψα στην γωνία του δρόμου. Όταν πισωγύρισα να την φωτογραφήσω, αυτή καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και με περίμενε.